- πολυανάλωτος
- πολυ-αν-άλωτος, viel Aufwand erfordernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυανάλωτος — ον, Α 1. άσωτος, σπάταλος 2. αυτός που απαιτεί μεγάλα έξοδα, πολυδάπανος, πολυέξοδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀναλῶ / ἀναλίσκω «δαπανώ» (πρβλ. ευ ανάλωτος)] … Dictionary of Greek
πολυανάλωτον — πολυανάλωτος prodigal masc/fem acc sg πολυανάλωτος prodigal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναλώτοις — πολυανάλωτος prodigal masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαναλώτους — πολυανάλωτος prodigal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυανάλωτοι — πολυανάλωτος prodigal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)